- ἐμφραγμός
- ἐμ-φραγμός, ὁ,A = ἔμφραξις, LXX Si.27.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμφραγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) … Dictionary of Greek
ἐμφραγμῷ — ἐμφραγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)